- καλημερούδια
- επιφ., καλημέρα: Καλημερούδια σου, μικρό μου αγοράκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλημερούδια — επιφών. χαιρετισμού το οποίο δηλώνει τρυφερότητα και οικειότητα, αντί τού «καλημέρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού καλημέρα* σχηματισμένο με την υποκορ. κατάλ. ούδια, πληθ. τής κατάλ. ούδι (πρβλ. μαθητ ούδι* τρυφερ ούδι)] … Dictionary of Greek